πρωτόγναφος

πρωτόγναφος
-ον, Α
(για δέρματα) αυτός που πρόσφατα υπέστη κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα» κατ' επίδραση του κνάφος), πρβλ. ά-γναφος, επί-γναφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”